ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ
Το έμφραγμα μυοκαρδίου είναι η σοβαρότερη κλινική εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου, δηλαδή της νόσου των αγγείων της καρδιάς. Είναι συχνό και προσβάλλει συνήθως τους άνδρες στην ηλικία μεταξύ 50 και 60 ετών, χωρίς, όμως να αποκλείεται η εμφάνισή του και σε μικρότερες ηλικίες, ειδικά σε νέους άντρες που καπνίζουν. Στις γυναίκες εμφανίζεται πιο συχνά μετά την εμμηνόπαυση.
Η κυριότερη αιτία του εμφράγματος είναι η ξαφνική απόφραξη μίας στεφανιαίας αρτηρίας ή κλάδου της που τροφοδοτεί με αίμα τον καρδιακό μυ, από έναν θρόμβο (πηγμένο αίμα) που σχηματίζεται τοπικά λόγω ρήξης ή διάβρωσης προϋπάρχουσας αθηρωματικής πλάκας.
Η αθηρωματική πλάκα είναι μία βλάβη που δημιουργείται σταδιακά από τη συσσώρευση λιπιδίων στα τοιχώματα της στεφανιαίας αρτηρίας στα πλαίσια της αθηροσκλήρυνσης που προοδευτικά προκαλεί στένωση στον αυλό της. H ρήξη της αθηρωματικής πλάκας μπορεί να συμβεί ακόμη και αν η στένωση της αρτηρίας δεν είναι σημαντική.
Η διακοπή της ροής του αίματος στο αντίστοιχο τμήμα της καρδιάς που αιματώνεται από την αποφραγμένη αρτηρία, προκαλεί την δραματική μείωση των επιπέδων οξυγόνου τοπικά.
Τα μυϊκά κύτταρα της καρδιάς είναι ευαίσθητα στην έλλειψη οξυγόνου και αν δεν γίνει εγκαίρως αποκατάσταση της παροχής αίματος, προκαλείται μη αναστρέψιμη βλάβη (έμφραγμα) του αντίστοιχου τμήματος της καρδιάς. Το μέγεθος του εμφράγματος που προκαλείται, καθορίζεται κυρίως από το μέγεθος της αρτηρίας που υφίσταται την απόφραξη.
Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του εμφράγματος αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα καθώς η θνητότητά τους, αν και μειώθηκε με την ανάπτυξη των μονάδων εντατικής θεραπείας, τη συνεχή ηλεκτροκαρδιογραφική και αιμοδυναμική παρακολούθηση των ασθενών, τη θρομβόλυση, τη χρήση της ασπιρίνης και άλλων φαρμάκων και τα τελευταία χρόνια την πρωτογενή αγγειοπλαστική, παραμένει υπολογίσιμη, ιδίως τις πρώτες 24 ώρες.
Η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη επίπτωση του εμφράγματος που οφείλεται στην σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας της καρδιάς είναι η καρδιακή ανεπάρκεια. Συνοδεύεται από εκδηλώσεις όπως δύσπνοια (λαχάνιασμα) ακόμα και σε ηρεμία στις χειρότερες των περιπτώσεων, οιδήματα κάτω άκρων και κατακράτηση υγρών, εύκολη κόπωση και σημαντική μείωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Η πρόληψη του εμφράγματος και γενικότερα της στεφανιαίας νόσου εστιάζεται στην έγκαιρη αντιμετώπιση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Τέτοιοι είναι το κάπνισμα, η υπέρταση, η υψηλή χοληστερίνη, ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η έλλειψη άσκησης,η ανθυγιεινή διατροφή, και το άγχος.
Επίσης παράγοντες όπως το κληρονομικό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, το ανδρικό φύλο και η αυξανόμενη ηλικία συμβάλλουν στην πιθάνοτητα ανάπτυξης της νόσου.
Το τυπικό σύμπτωμα του εμφράγματος είναι αιφνίδιας έναρξης έντονος οπισθοστερνικός πόνος, που μπορεί κατά περίπτωση να επεκτείνεται στο επιγάστριο, στον ένα ή και στους δύο ώμους, στην εσωτερική πλευρά του χεριού, στη ράχη, τον τράχηλο και την κάτω γνάθο. Ο άρρωστος τον αισθάνεται συνήθως ως βάρος, κάψιμο ή οδυνηρό σφίξιμο, χωρίς όμως να μπορεί να εστιάσει ακριβώς την θέση του πόνου. Συχνά τον πόνο συνοδεύουν φαινόμενα όπως ναυτία, έμετος, εφίδρωση, δύσπνοια, αίσθημα παλμών, ενώ σε κάποιους η πρώτη εκδήλωση μπορεί να είναι ο αιφνίδιος θάνατος. Η ένταση του πόνου διαφέρει. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις όποιες είναι ήπιος και άλλες που απουσιάζει ολοκληρωτικά (συχνότερα σε διαβητικούς, ηλικιωμένους, γυναίκες).
Μπορούν να παρατηρηθούν τις προηγούμενες ημέρες ή εβδομάδες πρόδρομα συμπτώματα, όπως δυσφορία στο στήθος (στηθάγχη) ή δύσπνοια κατά την σωματική κόπωση ή ψυχική ένταση, ή και κατά την ξεκούραση, καθώς και αδυναμία και εύκολη κόπωση. Ο έγκαιρος εντοπισμός και η διερεύνησή τους μπορεί να προλάβει τα χειρότερα!
Η πρώιμη αναγνώριση των συμπτωμάτων του εμφράγματος έχει μεγάλη σημασία για ένα θετικό απότέλεσμα. Ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί γρήγορα σε νοσοκομείο, όπου τίθεται η διάγνωση. Σκοπός είναι η έγκαιρη και πλήρης αποκατάσταση της αιμάτωσης (μέσα στις πρώτες ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων) με διάνοιξη του υπεύθυνου για το έμφραγμα αγγείου, με αποτέλεσμα τη διακοπή της μυοκαρδιακής νέκρωσης. Η επαναιμάτωση πραγματοποιείται, είτε φαρμακολογικά με ενδοφλέβια χορήγηση θρομβολυτικής αγωγής, είτε μηχανικά με την πραγματοποίηση αγγειοπλαστικής (μπαλονάκι) στο σημείο της απόφραξης του αγγείου.
Μετά το ΕΜ, σημαντική είναι η στενή καρδιολογική παρακολούθηση και η τροποποίηση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Ο καρδιολόγος θα εκτιμά την κατάσταση του ασθενούς, θα δρομολογεί τους μελλοντικούς του ελέγχους και θα ρυθμίζει τη φαρμακευτική του αγωγή.